- υπολογιστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που έχει σχέση με τον υπολογισμό ή τον υπολογιστή (βλ. λ.): Υπολογιστικές μηχανές (μηχανές για την εκτέλεση των τεσσάρων απλών πράξεων της αριθμητικής).2. το αρσ. ως ουσ., υπολογιστικός άνθρωπος υστερόβουλος, υπολογιστής: Τα φερσίματά του είναι μελετημένα, γιατί είναι υπολογιστικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.